"Για πρώτη φορά, ζω σε μια κοινωνία, η οποία δείχνει να 'χει πάθει εγκεφαλικό! Δεν αντιδρά με τίποτα!" είχε υποστηρίξει ο Χρόνης Μίσσιος, σε συνέντευξη στην Κρυσταλία Πατούλη συμμετέχοντας στο δημόσιο διάλογο του tvxs, για τη σημερινή κατάσταση της χώρας, τονίζοντας μεταξύ άλλων, ότι "πρέπει να αντιληφθούμε ποιά είναι η ουσία και το νόημα της ζωής! Δηλαδή, δεν γίνεται αντί να ζούμε, να προσπαθούμε να επιβιώσουμε!" και προτείνοντας "να πάρουμε τα βουνά, να ξαναεποικήσουμε την Ελλάδα"
Ο συγγραφέας του «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» άφησε την τελευταία του πνοή, έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.
Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.
Η οικογένειά του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δούλεψε μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Από τα Γιαννιτσά, όπου τον έστειλε ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, πέρασε στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και οργανώθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων.
Το 1947 συνελήφθη, βασανίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ' ένα τυχαίο γεγονός.
Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.). Εκεί έμαθε ανάγνωση και γραφή.
Μεταξύ 1962 και 1967, διετέλεσε στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ.
Το πρώτο του βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς...» (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του «Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;» (Γράμματα, 1988).
Ο Χρόνης Μίσιος ήταν φανατικός οικολόγος, αγαπούσε τα ζώα, το περιβάλλον, αγαπούσε τη ζωή, τους ανθρώπους. Με εκανε πολλές φορές να δακρύσω, όταν διάβαζα τα βιβλία του. Ξαναδάκρυσα με τούτο το απόσπασμα και το μοιράζομαι σαν αποχαιρετισμό σε κείνον....
"....έχω και μια ροδιά (αγαπάω πολύ τις ροδιές) η οποία, κάποια μέρα μου αρρώστησε. Πήγα στον Γεωπόνο, πήρα φάρμακα, πήρα τούτο, πήρα τ’ άλλο, την ράντισα, τίποτα! Η ροδιά κάθε μέρα και χειρότερα. Ήταν Πανσέληνος. Την σκεφτόμουνα κι ήμουν στενοχωρημένος. Κατέβηκα τα σκαλοπάτια, κι έκατσα σε μια πέτρα δίπλα της και άρχισα να της λέω πόσο πολύτιμη είναι για μένα, πόσο την αγαπάω, να την χαϊδεύω, να της μιλάω τρυφερά κλπ. Από την άλλη μέρα η ροδιά άρχισε να γίνεται καλύτερα. Έγιανε, και τον Σεπτέμβρη πέταξε και εκτός εποχής, πια, δυο τεράστια ρόδια. Τώρα, δεν ξέρω αν τα φάρμακα βοήθησαν, επίσης, αλλά εγώ αλλιώς το εισέπραξα και αλλιώς το ένιωσα.... "
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου