Οι σφαίρες στο σώμα του Μπελογιάννη ήταν σφαίρες στη καρδιά της δημοκρατίας, της αποκατάστασης των θεσμών μετά την κατοχή και την εμφύλια διαμάχη.
Ο Νίκος Μπελογιάννης ήταν Έλληνας αγωνιστής της αντίστασης κατά των Γερμανών και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ. Εκτελέστηκε σαν σήμερα το 1952 με την κατηγορία της κατασκοπείας. Η δίκη και η εκτέλεσή του είχαν λάβει μεγάλη δημοσιότητα και προκάλεσαν διεθνείς αντιδράσεις, ενώ έμειναν στην ιστορία ως στίγμα της σκληρότητας των μετεμφυλιοπολεμικών αντικομμουνιστικών διώξεων.
Ο Νίκος Μπελογιάννης από μικρή ηλικία εντάχθηκε στο ΚΚΕ και φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά. Το 1941 παραδόθηκε στις γερμανικές αρχές Κατοχής μαζί με άλλους αριστερούς κρατουμένους. Το 1943 κατάφερε να δραπετεύσει και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο στο πλευρό του Άρη Βελουχιώτη.
Κατά τον Εμφύλιο πόλεμο ήταν Πολιτικός Επίτροπος της 10ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού και το 1949 μετά την ήττα εγκατέλειψε τη χώρα .
Τον Ιούνιο του 1950 επέστρεψε κρυφά στην Ελλάδα με σκοπό να επανασυστήσει τις οργανώσεις του παράνομου ΚΚΕ στην Αθήνα, που είχαν διαλυθεί από τις συλλήψεις πολλών στελεχών του. Στις 20 Δεκεμβρίου 1950 συνελήφθη και δικάστηκε με βάση το Ν. 509/1947, που θεωρούσε το ΚΚΕ παράνομη εγκληματική οργάνωση.
Η δίκη του Μπελογιάννη ξεκίνησε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 1951 με 92 κατηγορούμενους συνολικά, από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο. Ένα από τα μέλη του δικαστηρίου ήταν ο μετέπειτα δικτάτορας, Γεώργιος Παπαδόπουλος, ως έκτακτος στρατοδίκης. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος μάλιστα, ήταν ο μοναδικός από τους στρατοδίκες που ψήφισε ενάντια στην θανατική καταδίκη του Μπελογιάννη. Η δίκη ολοκληρώθηκε στις 16 Νοεμβρίου με δώδεκα θανατικές καταδίκες.
Μετά την διεθνή κατακραυγή που ακολούθησε, ο πρωθυπουργός, Νικόλαος Πλαστήρας δηλώνει ότι η απόφαση δε θα εκτελεστεί.
Αποφασίζεται όμως, ο Μπελογιάννης και μερικοί άλλοι συγκατηγορούμενοι να παραπεμφθούν σε νέα δίκη με τη βαρύτερη κατηγορία της κατασκοπείας, με στόχο να αναιρεθεί η αμνηστία που του είχε δοθεί
Στις 16 Νοεμβρίου 1951 βρίσκονται παράνομοι ασύρματοι στις περιοχές Καλλιθέας και Φαλήρου, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους στρατοδίκες, για επιστράτευση του νόμου περί κατασκοπείας. Έτσι ο Μπελογιάννης με άλλους συντρόφους του προσάγονται σε νέα δίκη.
Η δεύτερη αυτή δίκη αρχίζει στις 15 Φεβρουαρίου 1952, με βάση το μεταξικό νόμο 375/1936 περί κατασκοπείας, ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών. Ο Μπελογιάννης αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες και ως υπεράσπιση πρόβαλε τις πατριωτικές του ενέργειες κατά τη διάρκεια της κατοχής.
Η δίκη του πήρε μεγάλη δημοσιότητα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ευρώπη. Έμεινε γνωστός ως «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», από ένα φρέσκο κόκκινο γαρύφαλλο που κρατούσε καθημερινά. Ο Πάμπλο Πικάσο εμπνεύστηκε ένα διάσημο σκίτσο από την εικόνα του ανθρώπου με το γαρύφαλλο.
Μέσα σε χρονικό διάστημα μίας εβδομάδας, η κυβέρνηση Πλαστήρα λαμβάνει περίπου 250.000 τηλεγραφήματα από όλο τον κόσμο, με τα οποία ζητούν τη σωτηρία του Μπελογιάννη. Ανάμεσά τους ο Σαρλ ντε Γκολ και σχεδόν όλες οι προσωπικότητες της γαλλικής πολιτικής ζωής, καθώς και 159 βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων της Μεγάλης Βρετανίας.
Ο Πωλ Ελυάρ, ο Ζαν Κοκτώ, ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πάμπλο Πικάσσο, ο Τσάρλι Τσάπλιν είναι μερικά μόνο από τα ονόματα διανοούμενων και καλλιτεχνών που προσπαθούν να σώσουν τον Μπελογιάννη.
Παρέμβαση υπέρ του Μπελογιάννη έκανε και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Σπυρίδων λέγοντας: «Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή».
Στην ιστορική του απολογία ο Μπελογιάννης υποστήριξε:
"Ο λόγος που δικάζομαι είναι η ιδιότητα μου ως μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ..... οι κομμουνιστές που τους καταδικάζουν ως προδότες δώσανε το αίμα τους για το ψωμί και τις ελευθερίες του λαού. ....Αγωνιστήκαμε δίχως να γνωρίσουμε ύπνο για να προφτάσουμε την αυγή και το αύριο και να δημιουργήσουμε νέους χρόνους και εποχές στο μπόι των ονείρων μας στο μπόι των ανθρώπων....".
Παρά την παγκόσμια κινητοποίηση και συγκίνηση, το δικαστήριο αποτελούμενο αυτήν την φορά από τακτικούς στρατοδίκες, καταδίκασε τον Μπελογιάννη και τρεις ακόμα συντρόφους του ομόφωνα σε θάνατο, την 1η Μαρτίου 1952.
Σε λίγες μέρες δημοσιοποιήθηκε το γράμμα του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Νίκου Πλουμπίδη, με το οποίο αναλάμβανε την ευθύνη για την καθοδήγηση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ στην Ελλάδα και υπόσχονταν να παραδοθεί στις Αρχές υπό τον όρο να μην εκτελεσθεί ο Μπελογιάννης. Ακολούθησε μια διάψευση της επιστολής από τον Νίκο Ζαχαριάδη από τον ραδιοφωνικό σταθμό "Ελεύθερη Ελλάδα" του Βουκουρεστίου , αλλά και από το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, που χαρακτήριζαν την επιστολή «μύθευμα της αστυνομίας», ενώ το Υπουργείο Εσωτερικών υποστήριξε ότι ο γραφικός χαρακτήρας της επιστολής και η υπογραφή είναι γνήσια.
Ο ίδιος ο Μπελογιάνης φέρεται να δήλωσε στον συνήγορό του Μηνά Γαλέο, από τη φυλακή που ανέμενε την απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων ότι "ο Νίκος Πλουμπίδης σε καμιά περίπτωση δεν ήταν όργανο της ασφάλειας".
Τελικά η επιστολή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα και η κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν θα συναλλαγεί με τον καταζητούμενο για κομμουνιστική δράση Πλουμπίδη.
Η θανατική καταδίκη δεν άλλαξε ποτέ, ούτε δόθηκε χάρη, παρά τις διεθνείς εκκλήσεις.
Στις 30 Μαρτίου 1952, ημέρα Κυριακή και ώρα 4.10΄ τη νύχτα, οι τέσσερις μελλοθάνατοι μεταφέρθηκαν από τις φυλακές της Καλλιθέας στο στρατόπεδο στο Γουδί και εκτελέστηκαν δια τυφεκισμού.
Η ώρα και η ημέρα της εκτέλεσης θεωρείται εξαιρετικά ασυνήθιστη (οι εκτελέσεις γινόταν πάντα με το πρώτο φως του ήλιου και ποτέ μέρα Κυριακή ακόμα και από τους Γερμανούς) και υποστηρίζεται ότι έγινε ώστε να προλάβουν οι υπέρμαχοι της εκτέλεσης τυχόν απονομή χάριτος.
Η δίκη και η εκτέλεση του Μπελογιάννη έφερε γερό πλήγμα στην πολιτική εθνικής συμφιλίωσης που επιχειρούσε να επιβάλει ο τότε πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας και η κυβέρνησή του. Στο πρόγραμμά του ήταν η απελευθέρωση των εκτοπισμένων και των πολιτικών κρατουμένων και ίσως ακόμα και η νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Η ενεργοποίηση όμως του νόμου περί κατασκοπείας και η καταδίκη του Μπελογιάννη ώθησαν τα πράγματα στα άκρα, αποκαλύπτοντας έτσι ότι η όλη υπόθεση υποκινήθηκε από ανώτερους αξιωματικούς του ΙΔΕΑ, ώστε να ανατραπεί η πολιτική Πλαστήρα.
Με τον θάνατό του ο Μπελογιάννης έγινε ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της ελληνικής Αριστεράς. Λίγες μέρες μετά την εκτέλεση του, δόθηκε το όνομα του σε ένα χωριό της Ουγγαρίας που στέγαζε Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Το χωριό Μπελογιάννης υπάρχει μέχρι σήμερα.
Ο Νίκος Μπελογιάννης ήταν Έλληνας αγωνιστής της αντίστασης κατά των Γερμανών και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ. Εκτελέστηκε σαν σήμερα το 1952 με την κατηγορία της κατασκοπείας. Η δίκη και η εκτέλεσή του είχαν λάβει μεγάλη δημοσιότητα και προκάλεσαν διεθνείς αντιδράσεις, ενώ έμειναν στην ιστορία ως στίγμα της σκληρότητας των μετεμφυλιοπολεμικών αντικομμουνιστικών διώξεων.
Ο Νίκος Μπελογιάννης από μικρή ηλικία εντάχθηκε στο ΚΚΕ και φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά. Το 1941 παραδόθηκε στις γερμανικές αρχές Κατοχής μαζί με άλλους αριστερούς κρατουμένους. Το 1943 κατάφερε να δραπετεύσει και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο στο πλευρό του Άρη Βελουχιώτη.
Κατά τον Εμφύλιο πόλεμο ήταν Πολιτικός Επίτροπος της 10ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού και το 1949 μετά την ήττα εγκατέλειψε τη χώρα .
Τον Ιούνιο του 1950 επέστρεψε κρυφά στην Ελλάδα με σκοπό να επανασυστήσει τις οργανώσεις του παράνομου ΚΚΕ στην Αθήνα, που είχαν διαλυθεί από τις συλλήψεις πολλών στελεχών του. Στις 20 Δεκεμβρίου 1950 συνελήφθη και δικάστηκε με βάση το Ν. 509/1947, που θεωρούσε το ΚΚΕ παράνομη εγκληματική οργάνωση.
Η δίκη του Μπελογιάννη ξεκίνησε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 1951 με 92 κατηγορούμενους συνολικά, από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο. Ένα από τα μέλη του δικαστηρίου ήταν ο μετέπειτα δικτάτορας, Γεώργιος Παπαδόπουλος, ως έκτακτος στρατοδίκης. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος μάλιστα, ήταν ο μοναδικός από τους στρατοδίκες που ψήφισε ενάντια στην θανατική καταδίκη του Μπελογιάννη. Η δίκη ολοκληρώθηκε στις 16 Νοεμβρίου με δώδεκα θανατικές καταδίκες.
Μετά την διεθνή κατακραυγή που ακολούθησε, ο πρωθυπουργός, Νικόλαος Πλαστήρας δηλώνει ότι η απόφαση δε θα εκτελεστεί.
Αποφασίζεται όμως, ο Μπελογιάννης και μερικοί άλλοι συγκατηγορούμενοι να παραπεμφθούν σε νέα δίκη με τη βαρύτερη κατηγορία της κατασκοπείας, με στόχο να αναιρεθεί η αμνηστία που του είχε δοθεί
Στις 16 Νοεμβρίου 1951 βρίσκονται παράνομοι ασύρματοι στις περιοχές Καλλιθέας και Φαλήρου, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους στρατοδίκες, για επιστράτευση του νόμου περί κατασκοπείας. Έτσι ο Μπελογιάννης με άλλους συντρόφους του προσάγονται σε νέα δίκη.
Η δεύτερη αυτή δίκη αρχίζει στις 15 Φεβρουαρίου 1952, με βάση το μεταξικό νόμο 375/1936 περί κατασκοπείας, ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών. Ο Μπελογιάννης αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες και ως υπεράσπιση πρόβαλε τις πατριωτικές του ενέργειες κατά τη διάρκεια της κατοχής.
Η δίκη του πήρε μεγάλη δημοσιότητα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ευρώπη. Έμεινε γνωστός ως «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», από ένα φρέσκο κόκκινο γαρύφαλλο που κρατούσε καθημερινά. Ο Πάμπλο Πικάσο εμπνεύστηκε ένα διάσημο σκίτσο από την εικόνα του ανθρώπου με το γαρύφαλλο.
Μέσα σε χρονικό διάστημα μίας εβδομάδας, η κυβέρνηση Πλαστήρα λαμβάνει περίπου 250.000 τηλεγραφήματα από όλο τον κόσμο, με τα οποία ζητούν τη σωτηρία του Μπελογιάννη. Ανάμεσά τους ο Σαρλ ντε Γκολ και σχεδόν όλες οι προσωπικότητες της γαλλικής πολιτικής ζωής, καθώς και 159 βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων της Μεγάλης Βρετανίας.
Ο Πωλ Ελυάρ, ο Ζαν Κοκτώ, ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πάμπλο Πικάσσο, ο Τσάρλι Τσάπλιν είναι μερικά μόνο από τα ονόματα διανοούμενων και καλλιτεχνών που προσπαθούν να σώσουν τον Μπελογιάννη.
Παρέμβαση υπέρ του Μπελογιάννη έκανε και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Σπυρίδων λέγοντας: «Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή».
Στην ιστορική του απολογία ο Μπελογιάννης υποστήριξε:
"Ο λόγος που δικάζομαι είναι η ιδιότητα μου ως μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ..... οι κομμουνιστές που τους καταδικάζουν ως προδότες δώσανε το αίμα τους για το ψωμί και τις ελευθερίες του λαού. ....Αγωνιστήκαμε δίχως να γνωρίσουμε ύπνο για να προφτάσουμε την αυγή και το αύριο και να δημιουργήσουμε νέους χρόνους και εποχές στο μπόι των ονείρων μας στο μπόι των ανθρώπων....".
Παρά την παγκόσμια κινητοποίηση και συγκίνηση, το δικαστήριο αποτελούμενο αυτήν την φορά από τακτικούς στρατοδίκες, καταδίκασε τον Μπελογιάννη και τρεις ακόμα συντρόφους του ομόφωνα σε θάνατο, την 1η Μαρτίου 1952.
Σε λίγες μέρες δημοσιοποιήθηκε το γράμμα του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Νίκου Πλουμπίδη, με το οποίο αναλάμβανε την ευθύνη για την καθοδήγηση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ στην Ελλάδα και υπόσχονταν να παραδοθεί στις Αρχές υπό τον όρο να μην εκτελεσθεί ο Μπελογιάννης. Ακολούθησε μια διάψευση της επιστολής από τον Νίκο Ζαχαριάδη από τον ραδιοφωνικό σταθμό "Ελεύθερη Ελλάδα" του Βουκουρεστίου , αλλά και από το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, που χαρακτήριζαν την επιστολή «μύθευμα της αστυνομίας», ενώ το Υπουργείο Εσωτερικών υποστήριξε ότι ο γραφικός χαρακτήρας της επιστολής και η υπογραφή είναι γνήσια.
Ο ίδιος ο Μπελογιάνης φέρεται να δήλωσε στον συνήγορό του Μηνά Γαλέο, από τη φυλακή που ανέμενε την απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων ότι "ο Νίκος Πλουμπίδης σε καμιά περίπτωση δεν ήταν όργανο της ασφάλειας".
Τελικά η επιστολή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα και η κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν θα συναλλαγεί με τον καταζητούμενο για κομμουνιστική δράση Πλουμπίδη.
Η θανατική καταδίκη δεν άλλαξε ποτέ, ούτε δόθηκε χάρη, παρά τις διεθνείς εκκλήσεις.
Στις 30 Μαρτίου 1952, ημέρα Κυριακή και ώρα 4.10΄ τη νύχτα, οι τέσσερις μελλοθάνατοι μεταφέρθηκαν από τις φυλακές της Καλλιθέας στο στρατόπεδο στο Γουδί και εκτελέστηκαν δια τυφεκισμού.
Η ώρα και η ημέρα της εκτέλεσης θεωρείται εξαιρετικά ασυνήθιστη (οι εκτελέσεις γινόταν πάντα με το πρώτο φως του ήλιου και ποτέ μέρα Κυριακή ακόμα και από τους Γερμανούς) και υποστηρίζεται ότι έγινε ώστε να προλάβουν οι υπέρμαχοι της εκτέλεσης τυχόν απονομή χάριτος.
Η δίκη και η εκτέλεση του Μπελογιάννη έφερε γερό πλήγμα στην πολιτική εθνικής συμφιλίωσης που επιχειρούσε να επιβάλει ο τότε πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας και η κυβέρνησή του. Στο πρόγραμμά του ήταν η απελευθέρωση των εκτοπισμένων και των πολιτικών κρατουμένων και ίσως ακόμα και η νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Η ενεργοποίηση όμως του νόμου περί κατασκοπείας και η καταδίκη του Μπελογιάννη ώθησαν τα πράγματα στα άκρα, αποκαλύπτοντας έτσι ότι η όλη υπόθεση υποκινήθηκε από ανώτερους αξιωματικούς του ΙΔΕΑ, ώστε να ανατραπεί η πολιτική Πλαστήρα.
Με τον θάνατό του ο Μπελογιάννης έγινε ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της ελληνικής Αριστεράς. Λίγες μέρες μετά την εκτέλεση του, δόθηκε το όνομα του σε ένα χωριό της Ουγγαρίας που στέγαζε Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Το χωριό Μπελογιάννης υπάρχει μέχρι σήμερα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου