Διατηρούσα πάντα μια διστακτικότητα και μια καχυποψία για όλα τα σενάρια που ήθελαν την χώρα να "γλυτώνει" από την κρίση με την καταβολή των γερμανικών αποζημιώσεων. Αυτό όχι γιατί θεωρούσα άνευ ουσίας την διεκδίκηση, αλλά επειδή πιστεύω ότι αυτού του είδους τα εγχειρήματα απαιτούν εθνικό σχεδιασμό και εθνική στρατηγική ενιαία από τον πολιτικό κόσμο και τα κόμματα. Και αυτό από το οποίο πάσχει τούτη η χώρα είναι η χάραξη κοινής εθνικής στρατηγικής.
Αλλά ξαφνικά, μέσα στο χάος των αρχείων και των αποκομμάτων, πέφτει στα χέρια μου το δημοσίευμα των ΝΕΩΝ της 21ης Οκτωβρίου 1966: "Και ο δρ. Ραινχαρτ βεβεοί Η ΕΡΕ ΠΑΡΗΤΗΘΗ ΤΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΣ ΕΚ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ"
Η εφημερίδα παρουσιάζει ένα ιστορικό των προσπαθειών της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου για να πετύχει ικανοποιητική ρύθμιση, αλλά οι "αποστάτες" δεν τόλμησαν να δώσουν συνέχεια στην υπόθεση. Ο υπουργός εξωτερικών της κυβέρνησης των αποστατών, Τούμπας διέψευσε διαρροές που ήθελαν τον Ανδρέα Παπανδρέου να έχει προβεί σε παραίτηση από την αξίωση του κατοχικού χρέους. Την υπόθεση έσπευσε να ξεκαθαρίσει ο έγκριτος δημοσιογράφος Βάσος Μαθιόπουλος, που ήταν εγκατεστημένος στη Βόννη. Παραθέτουμε την άκρως ενδιαφέρουσα ανταπόκρισή του: "Επειδή υπήρξα μάρτυς κι παρηκολούθησα εκ του σύνεγγυς τα όσα πράγματι συνέβησαν σχετικώς με το δάνειον της κατοχής και τας ενεργείας της κυβερνήσεως της Ενώσεως Κέντρου δια την ρύθμισιν τούτου προς όφελος της εθνικής οικονομίας, αισθάνομαι ηθικήν και επαγγελματικήν υποχρέωσιν να λύσω σήμερον την σιωπήν μου, διότι διεπίστωσα οτι επεχειρήθη ένας αδιαμφισβήτητος τίτλος της Κυβερνήσεως της Ενώσεως Κέντρου να " αξιοποιηθή" κατά εντελώς αντίστροφον τρόπον. Μεταδίδω εν πρώτοις σημερινήν δήλωσιν του δόκτορος Ράινχαρτ, πρώην γενικού διευθυντού του γερμανικού υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και νυν προϊσταμένου του υποκαταστήματος της Ελληνικής Τραπέζης Βιομηχανικής Αναπτύξεως εν Κολωνία:
" Όπως έγραψα εις επιστολήν μου προς τον τότε Πρόεδρον της Ελληνικής Κυβερνήσεως κ. Γ. Παπανδρέου, τον Οκτώβριον του 1964 και του ανέφερα και προφορικώς κατά την επίσκεψιν μου εις Αθήνας, ως προσκεκλημένου του Ιδρύματος οικονομικών ερευνών, τον Δεκέμβριον του έτους εκείνου, κατά τα διαπραγματεύσεις που προηγήθησαν της συμφωνίας περί χορηγήσεως διακρατικού γερμανικού δανείου προς την Ελλάδα το 1958, η τότε ελληνική κυβέρνησις παρητήθη προφορικώς των κατοχικών απαιτήσεων της Ελλάδος". Ο κ. Ράινχαρτ προσέθεσεν ότι ο κ. Γεώργ. Παπανδρέου κατά την συνάντησίν του εκείνην εις Αθήνας, του εδήλωσεν ότι "η Ελληνική Κυβέρνησις θεωρεί το θέμα ανοικτόν και επισκεπτόμενος ο ίδιος την Ομοσπονδιακήν Γερμανίαν, θα το θέση επί υψηλού επιπέδου παρά τω Καγκελλαρίω Ερχαρτ. Ως απεσταλμένον του όμως, δια προκαταρκτικάς συνεννοήσεις επί του θέματος τούτου, θα αποστείλη εις την Βόννην τον κ. Α. Παπανδρέου. Ούτος, ελθών ενταύθα, ενήργησεν καθ' όσον γνωρίζω, συμφώνως προς τας οδηγίας του τότε Έλληνος Πρωθυπουργού".
Άλλη μια φορά από τα γεγονότα αποδεικνύεται ότι το κατεστημένο διαστρεβλώνει τα δεδομένα και προσπαθεί να δημιουργήσει μια στρεβλή εικόνα για τους Παπανδρέου, προφανώς γιατί δεν "χωρούν" στα κουστούμια της οικονομικής ολιγαρχίας, ντόπιας ή ξένης και δεν κάνουν συμβιβασμούς.
Αλλά ξαφνικά, μέσα στο χάος των αρχείων και των αποκομμάτων, πέφτει στα χέρια μου το δημοσίευμα των ΝΕΩΝ της 21ης Οκτωβρίου 1966: "Και ο δρ. Ραινχαρτ βεβεοί Η ΕΡΕ ΠΑΡΗΤΗΘΗ ΤΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΣ ΕΚ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ"
Η εφημερίδα παρουσιάζει ένα ιστορικό των προσπαθειών της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου για να πετύχει ικανοποιητική ρύθμιση, αλλά οι "αποστάτες" δεν τόλμησαν να δώσουν συνέχεια στην υπόθεση. Ο υπουργός εξωτερικών της κυβέρνησης των αποστατών, Τούμπας διέψευσε διαρροές που ήθελαν τον Ανδρέα Παπανδρέου να έχει προβεί σε παραίτηση από την αξίωση του κατοχικού χρέους. Την υπόθεση έσπευσε να ξεκαθαρίσει ο έγκριτος δημοσιογράφος Βάσος Μαθιόπουλος, που ήταν εγκατεστημένος στη Βόννη. Παραθέτουμε την άκρως ενδιαφέρουσα ανταπόκρισή του: "Επειδή υπήρξα μάρτυς κι παρηκολούθησα εκ του σύνεγγυς τα όσα πράγματι συνέβησαν σχετικώς με το δάνειον της κατοχής και τας ενεργείας της κυβερνήσεως της Ενώσεως Κέντρου δια την ρύθμισιν τούτου προς όφελος της εθνικής οικονομίας, αισθάνομαι ηθικήν και επαγγελματικήν υποχρέωσιν να λύσω σήμερον την σιωπήν μου, διότι διεπίστωσα οτι επεχειρήθη ένας αδιαμφισβήτητος τίτλος της Κυβερνήσεως της Ενώσεως Κέντρου να " αξιοποιηθή" κατά εντελώς αντίστροφον τρόπον. Μεταδίδω εν πρώτοις σημερινήν δήλωσιν του δόκτορος Ράινχαρτ, πρώην γενικού διευθυντού του γερμανικού υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και νυν προϊσταμένου του υποκαταστήματος της Ελληνικής Τραπέζης Βιομηχανικής Αναπτύξεως εν Κολωνία:
" Όπως έγραψα εις επιστολήν μου προς τον τότε Πρόεδρον της Ελληνικής Κυβερνήσεως κ. Γ. Παπανδρέου, τον Οκτώβριον του 1964 και του ανέφερα και προφορικώς κατά την επίσκεψιν μου εις Αθήνας, ως προσκεκλημένου του Ιδρύματος οικονομικών ερευνών, τον Δεκέμβριον του έτους εκείνου, κατά τα διαπραγματεύσεις που προηγήθησαν της συμφωνίας περί χορηγήσεως διακρατικού γερμανικού δανείου προς την Ελλάδα το 1958, η τότε ελληνική κυβέρνησις παρητήθη προφορικώς των κατοχικών απαιτήσεων της Ελλάδος". Ο κ. Ράινχαρτ προσέθεσεν ότι ο κ. Γεώργ. Παπανδρέου κατά την συνάντησίν του εκείνην εις Αθήνας, του εδήλωσεν ότι "η Ελληνική Κυβέρνησις θεωρεί το θέμα ανοικτόν και επισκεπτόμενος ο ίδιος την Ομοσπονδιακήν Γερμανίαν, θα το θέση επί υψηλού επιπέδου παρά τω Καγκελλαρίω Ερχαρτ. Ως απεσταλμένον του όμως, δια προκαταρκτικάς συνεννοήσεις επί του θέματος τούτου, θα αποστείλη εις την Βόννην τον κ. Α. Παπανδρέου. Ούτος, ελθών ενταύθα, ενήργησεν καθ' όσον γνωρίζω, συμφώνως προς τας οδηγίας του τότε Έλληνος Πρωθυπουργού".
Άλλη μια φορά από τα γεγονότα αποδεικνύεται ότι το κατεστημένο διαστρεβλώνει τα δεδομένα και προσπαθεί να δημιουργήσει μια στρεβλή εικόνα για τους Παπανδρέου, προφανώς γιατί δεν "χωρούν" στα κουστούμια της οικονομικής ολιγαρχίας, ντόπιας ή ξένης και δεν κάνουν συμβιβασμούς.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου