Ο Έλληνας πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, στις 18 Οκτωβρίου αποβιβάστηκε από το θρυλικό πλοίο «Αβέρωφ» στο λιμάνι του Αγίου Γεωργίου στο Κερατσίνι και με μια μεγαλειώδη σε ενθουσιασμό και συμμετοχή του λαού πορεία εισήλθε στην Αθήνα, όπου τελέστηκε ο επίσημος εορτασμός για την Απελευθέρωση από τις δυνάμεις κατοχής. Η Αθήνα είχε εκκενωθεί από τις δυνάμεις κατοχής μόλις στις 12 του μήνα.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου προσπάθησε σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη και σημαντική στιγμή της Ελληνικής Ιστορίας να πραγματώσει τα αιτήματα του Ελληνικού Λαού για Δημοκρατία, Ισοπολιτεία και Κοινωνικό Κράτος. Με ένα μνημειώδη λόγο στην πλατεία Συντάγματος, επιχείρησε να διαλύσει τα σύννεφα που σκίαζαν την αίσια έκβαση του αγώνα του λαού. Ήταν μια αγωνιώδης προσπάθεια να ανατρέψει την ιστορική προοπτική του αδελφικού αιματοκυλίσματος και υπήρξε πραγματικά μια μεγάλη ατυχία για την Ελλάδα που δεν κατόρθωσε τελικά να αξιοποιήσει αυτήν την ευκαιρία.
Με τη γαλανόλευκη να κυματίζει στην Ακρόπολη, μετά από τρεισήμισι χρόνια, ο Γεώργιος Παπανδρέου τόνισε στον ελληνικό λαό που πανηγύριζε, ότι αυτή υπήρξε μια νίκη όλων των Ελλήνων. Η Ελευθερία επανήλθε στην Αρχαία της Πατρίδα χάρη στην καθολική Αντίσταση του Ελληνικού Λαού, υποστήριξε και αυτή ήταν η πρώτη επίσημη αναγνώριση, της Ενιαίας Εθνικής Αντίστασης. Η συγκυρία θα το φέρει να αναγνωριστεί τελικά, επίσημα από το ελληνικό κράτος πολλά χρόνια αργότερα, όταν ανέλαβε την εξουσία ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου γνώριζε ότι η χώρα βρισκόταν στο χείλος ενός εμφυλίου πολέμου, αλλά μπροστά στην παλλαϊκή εκείνη συγκέντρωση ήθελε να αισιοδοξεί ότι ο κίνδυνος μπορούσε να ξεπεραστεί. Έξη υπουργοί της Κυβέρνησης του προέρχονταν από το ΕΑΜ και ο ίδιος ήταν διατεθειμένος να ξεπεράσει το παρελθόν, για να εξασφαλίσει το μέλλον για την Πατρίδα. Σκοπός της Κυβέρνησης του ήταν η Εθνική Απελευθέρωση και η Αποκατάσταση.
Το πρώτο σκέλος είχε ήδη επιτευχθεί στην Κεντρική Ελλάδα και προχωρούσε στην Μακεδονία και τη Θράκη, όπου είχαν σταλεί εκπρόσωποι της Κυβέρνησης, για να φροντίσουν την εγκατάσταση των ελληνικών Αρχών. Η Κυβέρνηση και τα κόμματα που μετείχαν σε αυτή, και είχαν συνυπογράψει το Συμβόλαιο του Λιβάνου, δέχονταν ως περιεχόμενο του Εθνικού προγράμματος την πλήρη εθνική Αποκατάσταση και την πλήρη ασφάλεια των νέων συνόρων. Είναι σημαντικό ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός κατέστησε σαφές ότι η Ελλάδα θα διεκδικούσε στο Συνέδριο της Ειρήνης πέρα από την προσάρτηση των Δωδεκανήσων και το θέμα της Βορείου Ηπείρου, ως αναπόσπαστου τμήματος της Ελλάδας και εκείνο της εγγύησης της ασφάλειας των ελληνικών συνόρων.
Η πρώτη μεταπολεμική Κυβέρνηση όμως, έπρεπε να μεριμνήσει και για την αποκατάσταση της κατεστραμμένη οικονομίας. Ο πρωθυπουργός προσπαθούσε να εξασφαλίσει την επαρκή βοήθεια από το εξωτερικό, κυρίως σε τρόφιμα και φάρμακα για να καλύψει τις πρώτες ανάγκες και να περάσει αμέσως μετά στην φάση της ανοικοδόμησης. Ο Παπανδρέου θεωρούσε ότι ήταν ευκαιρία να πραγματώσει τα σχέδια του για εκσυγχρονισμό και εξήγγειλε την πρόθεσή του να μην επανέλθει η Ελλάδα στα προπολεμικά δεδομένα αλλά να γίνει προσπάθεια για αύξηση του Εθνικού εισοδήματος, με την ταυτόχρονη δίκαιη κατανομή του.
«Το Ιδεώδες μας είναι να προγραμματίσωμεν συγχρόνως και την οικονομικήν ευημερίαν και την κοινωνικήν δικαιοσύνην», δήλωνε στο ενθουσιασμένο πλήθος που ήθελε να ξεχάσει τα σκληρά χρόνια της κατοχής και αγωνιούσε για το αύριο. Ενώ, απαντώντας στα συνθήματα της πλατείας για το Πολιτειακό διακήρυττε: «Πιστεύομεν εις την Λαοκρατίαν. Και Λαοκρατία δεν σημαίνει μόνον δικαίωμα ψήφου. Σημαίνει επίσης δικαίωμα ζωής, δικαίωμα πολιτισμού. Και ο λαός μας με τους απαράμιλλους αγώνας και τας σκληρότατας θυσίας του κατέκτησε το δικαίωμα να του ανήκει το Μέλλον. Νέος Κόσμος θα υψωθεί από τα ερείπια…».
Για να επιτευχθεί η Εθνική και η οικονομική αποκατάσταση, ήταν αναγκαίο να αποκατασταθούν οι κρατικές δομές, και ο Παπανδρέου εξήγγειλε ως στόχο της Κυβέρνησης Εθνικής Ένωσης την κατοχύρωση της τάξης, της προσωπικής ασφάλειας και της πολιτικής ελευθερίας, ακολουθώντας τις επιταγές του Συμβολαίου του Λιβάνου. Παράλληλα πολύ σημαντική ήταν και η προσπάθεια ανασύνταξης των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο πρωθυπουργός κατέστησε σαφές ότι οι Αγωνιστές της Αντίστασης θα τιμηθούν και θα πάρουν τις θέσεις τους στο αναδιοργανωμένο στράτευμα, αλλά αντίθετα με την πρακτική του παρελθόντος ο Στρατός θα έπρεπε πια να συνειδητοποιήσει ότι «δεν ανήκει ούτε σε πρόσωπα, ούτε σε κόμματα, αλλά μόνο στην Πατρίδα». Παράλληλα δε με την ανασύνταξη και των Σωμάτων Ασφαλείας, ο Παπανδρέου υποσχέθηκε και την εκκαθάρισή τους, ώστε να εμπνέουν εμπιστοσύνη στο λαό, να είναι πραγματικοί φρουροί της τάξης και της ασφάλειας των πολιτών και όχι υποχείρια των εκάστοτε σφετεριστών της εξουσίας.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου στην πρώτη του αυτή επικοινωνία με τον ελληνικό λαό μετά την απελευθέρωση από το στρατό κατοχής, στιγμάτισε και την κρίση της ηγεσίας, η οποία δεν κατάφερε να αποδειχθεί αντάξια του Λαού. Ο πνευματικός κόσμος, η ηγέτιδα τάξη, όπως την αποκαλούσε, προτίμησε - πλην ελαχίστων εξαιρέσεων - να μετατραπεί σε ένα είδος επαγγελματικού σωματείου για να εξασφαλίσει την επιβίωσή της.
Ο Παπανδρέου είχε πλήρη συνείδηση ότι δεν θα μπορούσε να προχωρήσει χωρίς να ικανοποιήσει το λαϊκό αίτημα για κάθαρση - εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού, του στιγματισμού και της επιβολής κυρώσεων κατά των προδοτών της Πατρίδας, των εκμεταλλευτών της δυστυχίας του λαού. Συναισθανόμενος την ηθική συνείδηση των Ελλήνων δήλωνε έτοιμος να επιβάλει κυρώσεις στους συνεργάτες του εχθρού. Βέβαια, τα πράγματα θα περιπλακούν πολύ γρήγορα, καθώς αρκετοί συνεργάτες των Γερμανών μεταμορφώθηκαν σε συνεργάτες των Βρετανών και η Δικαιοσύνη που αποζητούσε ο Λαός δεν αποδόθηκε ποτέ…
Όμως, κύριο μέλημα του Παπανδρέου και της Κυβέρνησης του ήταν η αποκατάσταση της Λαϊκής Κυριαρχίας. Από την πλατεία Συντάγματος ξεκαθάρισε το σκοπό του να γίνει ο Λαός κυρίαρχος και να προχωρήσει στην διενέργεια Δημοψηφίσματος και εκλογών Συντακτικής Συνέλευσης, καθώς και ανάδειξης δημοτικών και κοινοτικών αρχόντων.
Ο Παπανδρέου γνώριζε πολύ καλά τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί λόγω του πολιτειακού στη χώρα και η θέση του για την Μοναρχία δεν είχε αλλάξει: «..δεν ημπορούμεν να προχωρούμεν με τα τεκμήρια του παλαιού παρελθόντος, τα οποία ευλόγως τίθενται υπό αμφισβήτησιν. Υπάρχει επείγουσα ανάγκη νομιμότητος…».
Ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε επίσης, προβλέψει τους σκοπέλους που θα συναντούσε. «Εξερχόμεθα από τον αγώνα πλήρεις από Δόξαν, Ερείπια και Διχόνοιαν», θα τονίσει στο λαό, σε μία αγωνιώδη προσπάθεια να πείσει όλα τα μέρη, ότι ο μόνος τρόπος να επιτευχθούν οι στόχοι, να πραγματωθούν οι ελπίδες και τα όνειρα, όλα εκείνα για τα οποία έδωσαν το αίμα τους οι Έλληνες, είναι η Εθνική Ένωση.
Ο πρωθυπουργός ζητούσε πίστωση χρόνου, την αποδοχή και την συνεργασία όλων, έως ότου αποφανθεί η λαϊκή ετυμηγορία για το Πολίτευμα και την Κυβέρνηση της αρεσκείας της. Δυστυχώς δεν την είχε. Οι προσπάθειες του για ειρηνική μετάβαση στην μεταπολεμική πολιτική ζωή απέβησαν άκαρπες λόγω της καχυποψίας μεταξύ των ομάδων που είχαν στα χέρια τους τα όπλα, των ιδεολογικών μεταξύ τους διαφορών αλλά και των υποσχέσεων από ξένα κέντρα επιρροής για την εκπλήρωση των κρυφών πόθων τους για επικράτηση. Έτσι, με συνεχείς υπαναχωρήσεις του ΕΑΜ από τις συμφωνίες, με παράλληλες οξείες αντιπαραθέσεις και έντονες διακηρύξεις και δηλώσεις, δρομολογήθηκε η αποχώρηση των εαμικών υπουργών από την Κυβέρνηση την 1η Δεκέμβρη. Η Αθήνα ήταν ένα καζάνι που έβραζε. Στις 3 Δεκεμβρίου, η γενική απεργιακή κινητοποίηση την οποία είχε απαγορεύσει η κυβέρνηση, πνίγηκε στο αίμα, παρόλο που η κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός –όπως αποδείχθηκε αργότερα- δεν είχε δώσει εντολή να χτυπηθούν οι απεργοί. Ο διευθυντής της Αστυνομίας, Άγγελος Έβερτ, έλαβε την εντολή από τον στρατιωτικό διοικητή, Σκόμπι. Η χώρα ξεκίνησε ένα Γολγοθά, μια εκατόμβη αδελφικού αιματοκυλίσματος. Ο Γεώργιος Παπανδρέου την ίδια μέρα ενημέρωσε τον βασιλιά Γεώργιο Β΄, που βρισκόταν στο Λονδίνο περιμένοντας το δημοψήφισμα, ότι πρόκειται να παραιτηθεί και υπέδειξε ως πρωθυπουργό τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Ο Βρετανός πρωθυπουργός όμως, διαφώνησε ριζικά με μια τέτοια εξέλιξη, τηλεγραφώντας στον πρεσβευτή του στην Αθήνα, Ρετζιναλ Λήπερ, να στηρίξει τον Παπανδρέου να μείνει στη θέση του, διαφορετικά, αν επιμείνει στην παραίτησή του να συλληφθεί μέχρι να σταματήσουν οι μάχες.
«Η εποχή που ο όχλος αποφάσιζε τι θα γίνει πέρασε» τόνιζε ο Τσόρτσιλ, μιλώντας έτσι για εκείνους για τους οποίους τρεισήμισι χρόνια πριν είχε πει ότι στο εξής «δε θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες αλλά οι ήρωες πολεμούν ως Έλληνες». Η Αθήνα έπρεπε να θεωρηθεί πόλη κατεχόμενη.
Μάλιστα, η ραγδαίες εξελίξεις ανάγκασαν τον Τσόρτσιλ να έρθει στη Αθήνα στις 23 του μήνα –όπου συναντήθηκε με τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό και τον πρωθυπουργό. Την επόμενη κιόλας μέρα εξαπολύθηκε γενική επίθεση των βρετανικών δυνάμεων κατά των ανταρτών. Στις 27 του μήνα, ο Παπανδρέου συμμετείχε σε ελληνοβρετανική διάσκεψη -στο Υπουργείο Εξωτερικών- για την εξομάλυνση της πολιτικής κρίσης. Στις 30 του μήνα διορίστηκε Αντιβασιλέας ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός και ο Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου