Ακόμη περισσότερο, αυτή η απόφαση επαναφοράς συνοριακών ελέγχων χωρίς διαβούλευση με τους γείτονές της είναι ένα επικίνδυνο βήμα προς τα πίσω για την ΕΈ. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υπονομεύει την ουσία της ευρωπαϊκής ενότητας σε μια εποχή που είναι περισσότερο απαραίτητη. Οι αιτούντες άσυλο δεν σταματούν να έρχονται, προκαλώντας στην ΕΕ μια πίεση που οδηγεί σε διασπαστικές τάσεις.
Η λύση δεν μπορεί να είναι μονομερής δράση ή ακόμη περισσότερη διχογνωμία, αλλά η άμεση εφαρμογή του Συμφώνου της ΕΕ για τη Μετανάστευση και το Άσυλο. Στις 10 Απριλίου 2024 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε υπέρ των νέων κανόνων για τη μετανάστευση, οι οποίοι εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο της ΕΕ στις 14 Μαΐου 2024 και επιτρέπουν στην ΕΕ να αντιμετωπίζει σύνθετα ζητήματα. Αυτό θα διασφαλίζει ότι η ΕΕ διαθέτει ισχυρά και ασφαλή εξωτερικά σύνορα, ότι διασφαλίζονται τα δικαιώματα των πολιτών και ότι καμία χώρα της ΕΕ δεν θα βρεθεί μόνη της υπό πίεση. Παρόλα αυτά, οι πολιτικές διαφωνίες δε λείπουν μεταξύ των κρατών μελών, καθώς υπάρχουν χώρες που δεν επιθυμούν να μοιραστούν την ευθύνη για τους αιτούντες άσυλο.
Η ΕΕ υπερηφανεύεται για τη Συμφωνία Σένγκεν, η οποία επιτρέπει την ελεύθερη εσωτερική μετακίνηση πέρα από τα σύνορα εντός της ζώνης της. Αλλά με το πρόσφατο κλείσιμο των συνόρων της Γερμανίας, εμφανίζονται ρωγμές σε αυτή τη θεμελιώδη αρχή. Αφού τα κράτη μέλη ανταποκρίνονται ανεξάρτητα στην κρίση, συχνά επηρεαζόμενα από εσωτερικές πολιτικές πιέσεις και όχι από την αίσθηση ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.
Η απόφαση της Γερμανίας - πιθανώς υπό τον φόβο για την ακροδεξιά άνοδο στις επερχόμενες εκλογές - στέλνει ένα ανησυχητικό μήνυμα. Εάν η μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ παρακάμψει τη συνεργασία, τι θα εμποδίσει τις άλλες χώρες να κάνουν το ίδιο;
Ήδη, η Αυστρία, η Κύπρος, ακόμη και η Πολωνία, εντείνουν τους συνοριακούς ελέγχους ή συζητούν την απέλαση αιτούντων άσυλο πίσω σε χώρες, όπως η Συρία ή το Αφγανιστάν. Αυτή όμως η πρακτική που εξαπλώνεται, απειλεί να διαλύσει την ενότητα που έχει αποκτήσει με κόπο η Ευρώπη εδώ και δεκαετίες. Είμαστε μάρτυρες μιας επικίνδυνης τάσης όπου το κλείσιμο των συνόρων και οι εθνικιστικές πολιτικές αντικαθιστούν τη συνεργασία, με ολέθρια αποτελέσματα.
Σύμφωνα με τον ισχύοντα κανονισμό του Δουβλίνου, οι χώρες του Νότου (Ιταλία και Ελλάδα), που ουσιαστικά βρίσκονται στην πρώτη γραμμή μεταξύ της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου, φέρουν την ευθύνη για την επεξεργασία των αιτούντων άσυλο. Αυτή η πολιτική έχει οδηγήσει σε υπερφορτωμένα συστήματα, υπερμεγέθεις καταυλισμούς και μεγάλη ανθρώπινη εξαθλίωση, τη στιγμή που άλλα κράτη της ΕΕ, όπως η Γερμανία, βιώνουν δευτερογενή μετανάστευση με τους αιτούντες άσυλο να μετακινούνται βόρεια αναζητώντας καλύτερες ευκαιρίες.
Η επιτάχυνση της υλοποίησης του Συμφώνου είναι επομένως κρίσιμη, για να εξασφαλιστεί ένα πιο δίκαιο και αποτελεσματικό σύστημα, αφού στόχος του είναι να κατανείμει πιο δίκαια την ευθύνη για τους αιτούντες άσυλο σε ολόκληρη την ΕΕ, ανακουφίζοντας την πίεση στις χώρες της πρώτης γραμμής της Μεσογείου. Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να δέχεται μια ποσόστωση αιτούντων άσυλο ή να συνεισφέρει οικονομικά σε αυτούς που το κάνουν. Αυτή η υποστήριξη που βασίζεται στην αλληλεγγύη είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί ότι καμία χώρα δεν θα υποστεί το βάρος της κρίσης, ενώ άλλες απλώς κλείνουν τα σύνορά τους.
Επιπλέον, το Σύμφωνο εισάγει μηχανισμούς για την ταχύτερη και πιο ισορροπημένη διαδικασία ασύλου. Με την επιτάχυνση των χρόνων διεκπεραίωσης των αιτήσεων ασύλου και την εισαγωγή σαφέστερων κανόνων για απελάσεις όπου οι αιτήσεις απορρίπτονται, θα συμβάλει στην αποτροπή των σημείων συμφόρησης. Κάθε χώρα της ΕΕ θα μοιράζεται την ευθύνη για την επεξεργασία των αιτούντων άσυλο, ώστε να μην επιβαρύνονται δυσανάλογα ορισμένα μόνο κράτη -μέλη.
Το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή όμως είναι πολύ αργό. Οι ηγέτες της ΕΕ οφείλουν να δράσουν γρήγορα. Η εφαρμογή του Συμφώνου δε θα απαλλάξει μόνο τα συνοριακά κράτη –μέλη από το βάρος, αλλά θα αποτρέψει τη διάλυση της ευρωπαϊκής ενότητας που βλέπουμε να επέρχεται με γοργούς ρυθμούς , καθώς το κλείσιμο των συνόρων θα εμβαθύνει τις διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ και θα πυροδοτήσει την εθνικιστική ρητορική σε ολόκληρη την ήπειρο. Η μεταναστευτική κρίση δεν πρόκειται να εκλείψει, αφού δεν εκλείπουν οι γενεσιουργές αιτίες της, αλλά μπορεί να αντιμετωπιστεί με τρόπο που αρμόζει στις αρχές με τις οποίες οικοδομήθηκε η ΕΕ.
Η ΕΕ υπερηφανεύεται ότι είναι προπύργιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών αξιών. Όμως, κινδυνεύει να προδώσει αυτές τις αξίες. Η ακροδεξιά, η οποία απεικονίζει τους «μετανάστες» ως απειλές για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και τον πολιτισμό, κερδίζει έδαφος ακριβώς επειδή οι κεντρώοι και οι προοδευτικοί ηγέτες απέτυχαν να παρουσιάσουν μια σαφή, ενωμένη λύση. Η άμεση εφαρμογή του Συμφώνου θα έστελνε ένα ισχυρό μήνυμα ότι η Ευρώπη μπορεί να προστατεύσει τα σύνορά της, τηρώντας παράλληλα τη δέσμευσή της για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτή η αναγκαιότητα αφορά την ταυτότητα της Ευρώπης. Θέλει να είναι μια ήπειρος φοβική, που κλείνει τις πόρτες της στους ευάλωτους ή να ανταποκρίνεται στα ιδανικά της αλληλεγγύης και συνεργασίας;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου